- πληθαίνω
- πληθαίνω, πλήθυνα βλ. πίν. 47
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) … Dictionary of Greek
πληθαίνω — πλήθυνα 1. μτβ., κάνω κάτι να αυξηθεί σε ποσότητα: Η περιποίηση πληθαίνει τα κουνέλια. 2. αμτβ., αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι, αβγατίζω: Οι άνθρωποι πάνω στη Γη ολοένα και πληθαίνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω … Dictionary of Greek
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… … Dictionary of Greek
βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] … Dictionary of Greek
βρύω — (AM) 1. (κυρίως για φυτά) είμαι φορτωμένος άνθη ή καρπούς 2. είμαι άφθονος, πληθαίνω 3. (για τη γη) παράγω σε αφθονία 4. αναβλύζω, αναδίδω («βρύει ὕδωρ», για τόπο «βρύει Ιάματα», για αγίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύο] … Dictionary of Greek
επαυξάνω — (AM ἐπαυξάνω) 1. κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα («τὴν ἑκάστου ῥαθυμίαν ὑμῶν ἐπαυξάνοντα», Δημοσθ.) 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος … Dictionary of Greek
επιπληθύνω — ἐπιπληθύνω (Α) 1. αυξάνω, πληθύνω («καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτὸν καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. (αμτβ.) αφθονώ, πληθαίνω, γίνομαι περισσότερος … Dictionary of Greek